τζελατίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζελατίνα | οι | τζελατίνες |
γενική | της | τζελατίνας | — | |
αιτιατική | την | τζελατίνα | τις | τζελατίνες |
κλητική | τζελατίνα | τζελατίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /d͡ze.laˈti.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζε‐λα‐τί‐μα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- τζελατίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική gélatine? (άμεσο δάνειο) ιταλική gelatina ? (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζελατίνα θηλυκό
- άλλη μορφή του ζελατίνα
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- τζελατίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ghigliottina? (άμεσο δάνειο) γαλλική guillotine + -α? • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζελατίνα θηλυκό
- (παρωχημένο) γκιλοτίνα, λαιμητόμος
- ※ Και μπαίνουν εις την τζελατίνα όλες οι κεφαλές. (Μακρυγιάννης (1797-1864), Απομνημονεύματα, 8)