πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζεζβές οι τζεζβέδες
      γενική του τζεζβέ των τζεζβέδων
    αιτιατική τον τζεζβέ τους τζεζβέδες
     κλητική τζεζβέ τζεζβέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζεζβές αρσενικό

  1. (παρωχημένο) το κατακάθι του καφέ σε ένα μπρίκι ή φλυτζάνι
  2. (παρωχημένο, συνεκδοχικά) το μπρίκι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.