τζατζικάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζατζικάκι | τα | τζατζικάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τζατζικάκι | τα | τζατζικάκια |
κλητική | τζατζικάκι | τζατζικάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τζατζικάκι < τζατζίκι + υποκοριστικό επίθημα -άκι