τζαμπεράκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τζαμπεράκι < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική jumper, στην ελληνική καθημερινή τεχνική ορολογία έχει επικρατήσει ο όρος τζαμπεράκι, λόγω του μικρού μεγέθους του εξαρτήματος (από Βικιπαίδεια).
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
τζαμπεράκι θηλυκό
- (ηλεκτρολογία, υλικό υπολογιστή) βλ. συνώνυμο: βραχυκυκλωτήρας ακίδων
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- τζαμπεράκι στη Βικιπαίδεια
- βραχυκυκλωτήρας, φωτογραφίες στα Wikimedia Commons
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τζαμπεράκι