τζαμπεράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζαμπεράκι | τα | τζαμπεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τζαμπεράκι | τα | τζαμπεράκια |
κλητική | τζαμπεράκι | τζαμπεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζαμπεράκι < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική jumper, + + υποκοριστικό επίθημα -άκι, όπως έχει επικρατήσει στην ελληνική προφορική τεχνική ορολογία, λόγω του μικρού μεγέθους του εξαρτήματος[1].
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζαμπεράκι ουδέτερο
- (ηλεκτρολογία, υλικό υπολογιστή) βλ. συνώνυμο: βραχυκυκλωτήρας ακίδων
Υπώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βραχυκυκλωτήρας, φωτογραφίες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζαμπεράκι