Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραϋδροκανναβινόλη οι τετραϋδροκανναβινόλες
      γενική της τετραϋδροκανναβινόλης των τετραϋδροκανναβινολών
    αιτιατική την τετραϋδροκανναβινόλη τις τετραϋδροκανναβινόλες
     κλητική τετραϋδροκανναβινόλη τετραϋδροκανναβινόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραϋδροκανναβινόλη < τετραϋδρο- (< τετρα- + υδρο-) + κανναβινόλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετραϋδροκανναβινόλη θηλυκό (διεθνές σύμβολο: THC)

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία