τετραχλωροτελλούριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραχλωροτελλούριο ουδέτερο
- (χημεία): ανόργανη χημική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο του τελλουρίου, όπου και η ορθότερη ονομασία της είναι τετραχλωριούχο τελλούριο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραχλωροτελλούριο
|