τετραετηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τετραετηρίς | αἱ | τετραετηρίδες | ||||
γενική | τῆς | τετραετηρίδος | τῶν | τετραετηρίδων | ||||
δοτική | τῇ | τετραετηρίδῐ | ταῖς | τετραετηρίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τετραετηρίδᾰ | τὰς | τετραετηρίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | τετραετηρίς* | τετραετηρίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τετραετηρίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τετραετηρίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετραετηρίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τρι- + -ετηρίς < τριέτηρος. Σε επιθετική λειτουργία και ουσιαστικοποιημένο: εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως περίοδος, ἑορτή.
Ουσιαστικό επεξεργασία
τετραετηρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (σε επιθετική λειτουργία) τετραετής, που γίνεται κάθε τέσσερα έτη (όπως ἑορτή)
- (ουσιαστικοποιημένο) τετρετηρίδα (εννοείται περίοδος)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τετραέτηρος, τετραετής, τέσσαρες και ἔτος
Πηγές επεξεργασία
- τετραετηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.