Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραβαρής η τετραβαρής το τετραβαρές
      γενική του τετραβαρούς* της τετραβαρούς του τετραβαρούς
    αιτιατική τον τετραβαρή την τετραβαρή το τετραβαρές
     κλητική τετραβαρή(ς) τετραβαρής τετραβαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραβαρείς οι τετραβαρείς τα τετραβαρή
      γενική των τετραβαρών των τετραβαρών των τετραβαρών
    αιτιατική τους τετραβαρείς τις τετραβαρείς τα τετραβαρή
     κλητική τετραβαρείς τετραβαρείς τετραβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραβαρής < τετρα- + βάρος

  Επίθετο επεξεργασία

τετραβαρής, -ής, -ές

  • ο τέσσερις φορές βαρύτερος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία