Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράσχοινος η τετράσχοινη το τετράσχοινο
      γενική του τετράσχοινου της τετράσχοινης του τετράσχοινου
    αιτιατική τον τετράσχοινο την τετράσχοινη το τετράσχοινο
     κλητική τετράσχοινε τετράσχοινη τετράσχοινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράσχοινοι οι τετράσχοινες τα τετράσχοινα
      γενική των τετράσχοινων των τετράσχοινων των τετράσχοινων
    αιτιατική τους τετράσχοινους τις τετράσχοινες τα τετράσχοινα
     κλητική τετράσχοινοι τετράσχοινες τετράσχοινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετράσχοινος < τετρα- + σχοίνος (= εξαμίλιο ή εξαμίλι)

  Επίθετο επεξεργασία

τετράσχοινος, -η, -ο

  1. αυτός έχει μήκος τεσσάρων σχοίνων
  2. (συνεκδοχικά) αυτός που έχει μήκος 240 στάδια, ή 24 μίλια

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο από αξιωματικούς Πολεμικού Ναυτικού, Λιμενικού Σώματος και Υδρογραφικής Υπηρεσίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία