τετράκυκλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τετράκυκλος, -η, -ο
- αυτός που φέρει τέσσερις τροχούς
- τετράκυκλη άμαξα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετράκυκλος
|
τετράκυκλος, -η, -ο
|