Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετελεσμένο τα τετελεσμένα
      γενική του τετελεσμένου των τετελεσμένων
    αιτιατική το τετελεσμένο τα τετελεσμένα
     κλητική τετελεσμένο τετελεσμένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετελεσμένο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής τετελεσμένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.te.leˈzme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐τε‐λε‐σμέ‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τετελεσμένο ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

τετελεσμένο