τερατωδώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερατωδώς < τερατώδης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ɾa.toˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ρα‐τω‐δώς
Επίρρημα επεξεργασία
τερατωδώς
Μεταφράσεις επεξεργασία
τερατωδώς
τερατωδώς