Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τενούτο < ιταλική tenuto

  Επίρρημα επεξεργασία

τενούτο

  • (μουσική) τρόπος παιξίματος όπου κάθε φθόγγος διατηρείται με την ίδια ένταση καθ' όλη τη διάρκειά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία