τεμπελχανιό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεμπελχανιό < → δείτε τη λέξη τεμπελχανείο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tem.bel.xaˈɲo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεμπελχανιό ουδέτερο
- (οικείο) άλλη μορφή του τεμπελχανείο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεμπελχανιό
|