τελεστής συσχετισμού
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τελεστής συσχετισμού < → δείτε τις λέξεις τελεστής και συσχετισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική relational operator
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
τελεστής συσχετισμού
- (πληροφορική, προγραμματισμός) βλ. συνώνυμο τελεστής σύγκρισης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τελεστής συσχετισμού