Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταφοφοβία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ταφοφοβί
α
οι
ταφοφοβί
ες
γενική
της
ταφοφοβί
ας
των
ταφοφοβι
ών
αιτιατική
την
ταφοφοβί
α
τις
ταφοφοβί
ες
κλητική
ταφοφοβί
α
ταφοφοβί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταφοφοβία
<
τάφος
+
φοβία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταφοφοβία
θηλυκό
(
ψυχολογία
) η
φοβία
για τους
τάφους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταφοφοβία