Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυτοποιημένος η ταυτοποιημένη το ταυτοποιημένο
      γενική του ταυτοποιημένου της ταυτοποιημένης του ταυτοποιημένου
    αιτιατική τον ταυτοποιημένο την ταυτοποιημένη το ταυτοποιημένο
     κλητική ταυτοποιημένε ταυτοποιημένη ταυτοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυτοποιημένοι οι ταυτοποιημένες τα ταυτοποιημένα
      γενική των ταυτοποιημένων των ταυτοποιημένων των ταυτοποιημένων
    αιτιατική τους ταυτοποιημένους τις ταυτοποιημένες τα ταυτοποιημένα
     κλητική ταυτοποιημένοι ταυτοποιημένες ταυτοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταυτοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταυτοποιώ

  Μετοχή επεξεργασία

ταυτοποιημένος, -η, -ο

  • που έχει ταυτοποιηθεί, έχει εξακριβωθεί ότι κάτι όντως είναι αυτό που δηλώνεται ότι είναι
  • ταυτοποιημένο δακτυλικό αποτύπωμα (ότι ανήκει στον τάδε) / ταυτοποιημένη διεύθυνση (εξακρίβωση ότι η διεύθυνση που αναφέρεται είναι όντως η ίδια π.χ. με της ταυτότητας ή του διαβατηρίου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία