ταυτοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταυτοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταυτοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
ταυτοποιημένος, -η, -ο
- που έχει ταυτοποιηθεί, έχει εξακριβωθεί ότι κάτι όντως είναι αυτό που δηλώνεται ότι είναι
- ταυτοποιημένο δακτυλικό αποτύπωμα (ότι ανήκει στον τάδε) / ταυτοποιημένη διεύθυνση (εξακρίβωση ότι η διεύθυνση που αναφέρεται είναι όντως η ίδια π.χ. με της ταυτότητας ή του διαβατηρίου)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταυτοποιημένος