Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Να ξαναγίνει ο ορισμός Sarri.greek 21:33, 12 Ιουλίου 2020 (UTC).


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταυτομερές τα ταυτομερή
      γενική του ταυτομερούς των ταυτομερών
    αιτιατική το ταυτομερές τα ταυτομερή
     κλητική ταυτομερές ταυτομερή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

ταυτομερές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ταυτομερής, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tautomer ή γαλλικά tautomère < αρχαία ελληνική ταὐτο- (*ταυτο-) + μέρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταυτομερές ουδέτερο

  • (χημεία) τα ταυτομερή είναι συστατικά-δομικά ισομερή (= χημικά μόρια με την ίδια μοριακή φόρμουλα [τον ίδιο αριθμό ανά όνομα χημικών στοιχείων] όμως με διαφορετική διασύνδεση) των οργανικών χημικών ενώσεων που διασχηματίζονται (= μετασχηματίζεται το ένα στο άλλο) εύκολα.

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ταυτομερές

  Μεταφράσεις επεξεργασία