ταυτομερές
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
- ταυτομερές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ταυτομερής, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tautomer ή γαλλικά tautomère < αρχαία ελληνική ταὐτο- (*ταυτο-) + μέρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταυτομερές ουδέτερο
- (χημεία) τα ταυτομερή είναι συστατικά-δομικά ισομερή (= χημικά μόρια με την ίδια μοριακή φόρμουλα [τον ίδιο αριθμό ανά όνομα χημικών στοιχείων] όμως με διαφορετική διασύνδεση) των οργανικών χημικών ενώσεων που διασχηματίζονται (= μετασχηματίζεται το ένα στο άλλο) εύκολα.
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ταυτομερές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ταυτομερής