ταραγμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταραγμός | οι | ταραγμοί |
γενική | του | ταραγμού | των | ταραγμών |
αιτιατική | τον | ταραγμό | τους | ταραγμούς |
κλητική | ταραγμέ | ταραγμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταραγμός < αρχαία ελληνική ταραγμός < ταράσσω / ταράττω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταραγμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ταράζω / ταράσσω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταραγμός
|