τανυστής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τανυστής αρσενικό
- (μαθηματικά) διάνυσμα (δυνητικά όχι αναγκαστικά) περισσότερων ή λιγότερων συστατικών περιγραφόμενο από μήτρα, μητροϋπερδιάνυσμα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- τανυστής στη Βικιπαίδεια
ΒίντεοΕπεξεργασία
- What's a tensor - Dan Fleisch - YouTube[1]