ταμπάχανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταμπάχανο < (άμεσο δάνειο) τουρκική tabakhane (βυρσοδεψείο) < περσική دباغ خانه (dabbāg̠ẖ-xana) < αραβική دباغ (dabbāg̠ẖ, ταμπάκης) + περσική خانه (xana)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταμπάχανο ουδέτερο
- το βυρσοδεψείο
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταμπάχανο
|