ταβερνάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταβερνάκι | τα | ταβερνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ταβερνάκι | τα | ταβερνάκια |
κλητική | ταβερνάκι | ταβερνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταβερνάκι < ταβέρνα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταβερνάκι ουδέτερο
- μικρή ή γραφική ταβέρνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταβερνάκι
|