Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τίθεμαι πόλεμον < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

τίθεμαι πόλεμον

  • διακόπτω, σταματώ πόλεμο, σταματώ πολεμικές επιχειρήσεις