τήξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τήξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τήκω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τήκω
- θα τήξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τήκω
τήξει