Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέλεξ < αγγλική telex < tele(printer) + ex(change)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈte.leks/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέλεξ ουδέτερο άκλιτο

  1. δίκτυο για την μετάδοση μηνυμάτων μέσω τηλετύπων
  2. τηλέτυπο που χρησιμοποιείται σε τέτοιο δίκτυο
  3. (συνεκδοχικά) χαρτί με εκτυπωμένο μήνυμα που έχει σταλεί με τα παραπάνω μέσα, ή/και το μήνυμα το ίδιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία