Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέλα θηλυκό

  • είδος γάζας που χρησιμοποιείται στη βιβλιοδεσία

  Μεταφράσεις επεξεργασία