Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τάχτηκε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τάχτηκε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τάζομαι
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
τάσσομαι