τάβανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τάβανος | οι | τάβανοι |
γενική | του | τάβανου | των | τάβανων |
αιτιατική | τον | τάβανο | τους | τάβανους |
κλητική | τάβανε | τάβανοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τάβανος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τάβανος < λατινική tabanus[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈta.va.nos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τάβανος αρσενικό
- (έντομο) άλλη μορφή του ντάβανος και του νταβάνι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ντάβανος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τάβανος ουδέτερο
- (έντομο) άλλη μορφή του ντάβανος και του ταβάνι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ντάβανος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας