Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τάβανος οι τάβανοι
      γενική του τάβανου των τάβανων
    αιτιατική τον τάβανο τους τάβανους
     κλητική τάβανε τάβανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάβανος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τάβανος < λατινική tabanus[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈta.va.nos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάβανος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάβανος < τάβανος < ταβάν(ι)  + μεγεθυντικό επίθημα -ος < λατινική tabanus[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάβανος ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία