σύνοψις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σύνοψῐς | αἱ | συνόψεις |
γενική | τῆς | συνόψεως | τῶν | συνόψεων |
δοτική | τῇ | συνόψει | ταῖς | συνόψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σύνοψῐν | τὰς | συνόψεις |
κλητική ὦ! | σύνοψῐ | συνόψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνόψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνοψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύνοψις, -εως θηλυκό
- συνολική επισκόπηση, κοίταγμα, θεώρηση πολλών πραγμάτων
- (ελληνιστική σημασία) σύνοψη, περίληψη, ανακεφαλαίωση
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σύνοψις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύνοψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.