Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύνοψῐς αἱ συνόψεις
      γενική τῆς συνόψεως τῶν συνόψεων
      δοτική τῇ συνόψει ταῖς συνόψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύνοψῐν τὰς συνόψεις
     κλητική ! σύνοψῐ συνόψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνόψει
γεν-δοτ τοῖν  συνοψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύνοψις < σύν- + ὄψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύνοψις, -εως θηλυκό

  1. συνολική επισκόπηση, κοίταγμα, θεώρηση πολλών πραγμάτων
  2. (ελληνιστική σημασία) σύνοψη, περίληψη, ανακεφαλαίωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία