σύγκαυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύγκαυση | οι | συγκαύσεις |
γενική | της | σύγκαυσης | των | συγκαύσεων |
αιτιατική | τη | σύγκαυση | τις | συγκαύσεις |
κλητική | σύγκαυση | συγκαύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύγκαυση < σύγ- + καύση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική co-firing
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡa.fsi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκαυ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύγκαυση θηλυκό
- (νεολογισμός) η χρήση διαφορετικών καυσίμων ταυτόχρονα στον ίδιο θάλαμο καύσης
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr