↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σωφρονιστήριον τὰ σωφρονιστήρι
      γενική τοῦ σωφρονιστηρίου τῶν σωφρονιστηρίων
      δοτική τῷ σωφρονιστηρί τοῖς σωφρονιστηρίοις
    αιτιατική τὸ σωφρονιστήριον τὰ σωφρονιστήρι
     κλητική ! σωφρονιστήριον σωφρονιστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωφρονιστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  σωφρονιστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωφρονιστήριον < σωφρονίζω, σωφρονισ- + -τήριον.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σωφρονιστήρ + -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωφρονιστήριον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σώφρων - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.