σωφρονιστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σωφρονιστήριον < σωφρονίζω, σωφρονισ- + -τήριον.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σωφρονιστήρ + -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωφρονιστήριον ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σώφρων - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σωφρονιστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.