Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σωφρονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σωφρονισμέν
ος
η
σωφρονισμέν
η
το
σωφρονισμέν
ο
γενική
του
σωφρονισμέν
ου
της
σωφρονισμέν
ης
του
σωφρονισμέν
ου
αιτιατική
τον
σωφρονισμέν
ο
τη
σωφρονισμέν
η
το
σωφρονισμέν
ο
κλητική
σωφρονισμέν
ε
σωφρονισμέν
η
σωφρονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σωφρονισμέν
οι
οι
σωφρονισμέν
ες
τα
σωφρονισμέν
α
γενική
των
σωφρονισμέν
ων
των
σωφρονισμέν
ων
των
σωφρονισμέν
ων
αιτιατική
τους
σωφρονισμέν
ους
τις
σωφρονισμέν
ες
τα
σωφρονισμέν
α
κλητική
σωφρονισμέν
οι
σωφρονισμέν
ες
σωφρονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σωφρονισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σωφρονίζω
Μετοχή
επεξεργασία
σωφρονισμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
σωφρονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σωφρονισμένος