πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωληνωμένος η σωληνωμένη το σωληνωμένο
      γενική του σωληνωμένου της σωληνωμένης του σωληνωμένου
    αιτιατική τον σωληνωμένο τη σωληνωμένη το σωληνωμένο
     κλητική σωληνωμένε σωληνωμένη σωληνωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωληνωμένοι οι σωληνωμένες τα σωληνωμένα
      γενική των σωληνωμένων των σωληνωμένων των σωληνωμένων
    αιτιατική τους σωληνωμένους τις σωληνωμένες τα σωληνωμένα
     κλητική σωληνωμένοι σωληνωμένες σωληνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

σωληνωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία