σφετερισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφετερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφετερίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
σφετερισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σφετερίζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφετερισμένος
|
σφετερισμένος, -η, -ο
|