συχωριανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συχωριανή < θηλυκό του συχωριανός
Ουσιαστικό επεξεργασία
συχωριανή και συγχωριανή θηλυκό
- αυτή που μένει στο ίδιο χωριό ή κατάγεται από αυτό
- ※ Έσφούγγισε τότες τά βρεμένα μάτια της, έκάθισε χάμου κ' έκείνη κ' άγκάλιασε τήν άδικημένη συχωριανή της, πούταν τώρα πνιμένη άπό τές κλάψες. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Επιμέλεια Άγγελου Τερζάκη. Βασική Βιβλιοθήκη «Αετού» / Εκδοτικός Οίκος Ιωάννου Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι, 1955, σελ. 153)
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συχωριανή
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
συχωριανή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συχωριανός