Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνθλίβομαι < παθητική φωνή του ρήματος συνθλίβω

  Ρήμα επεξεργασία

συνθλίβομαι

  1. (για ανθρώπους) συμπιέζομαι αφόρητα μεταξύ ισχυρότερων δυνάμεων
  2. διαλύομαι, καταπλακώνομαι, συμπιέζομαι
    Το ΙΧ συνεθλίβη ανάμεσα στο φορτηγό και τον τοίχο, αλλά ευτυχώς ο οδηγός είχε προλάβει να πεταχτεί έξω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Σημείωση: Χρησιμοποιούνται επίσης οι λόγιοι τύποι του αορίστου συνεθλίβην (συνεθλίβης, συνεθλίβη, συνεθλίβημεν, συνεθλίβητε, συνεθλίβησαν), οι υπόλοιποι συνοπτικοί τύποι με το θέμα συνθλιβ, όπως το απαρέμφατο συνθλιβεί, και η μετοχή συντεθλιμμένος.

  Μεταφράσεις επεξεργασία