συνθλίβομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνθλίβομαι < παθητική φωνή του ρήματος συνθλίβω
Ρήμα επεξεργασία
συνθλίβομαι
- (για ανθρώπους) συμπιέζομαι αφόρητα μεταξύ ισχυρότερων δυνάμεων
- διαλύομαι, καταπλακώνομαι, συμπιέζομαι
- Το ΙΧ συνεθλίβη ανάμεσα στο φορτηγό και τον τοίχο, αλλά ευτυχώς ο οδηγός είχε προλάβει να πεταχτεί έξω
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνθλίβομαι | συνθλιβόμουν(α) | θα συνθλίβομαι | να συνθλίβομαι | συνθλιβόμενος | |
β' ενικ. | συνθλίβεσαι | συνθλιβόσουν(α) | θα συνθλίβεσαι | να συνθλίβεσαι | (συνθλίβου) | |
γ' ενικ. | συνθλίβεται | συνθλιβόταν(ε) | θα συνθλίβεται | να συνθλίβεται | ||
α' πληθ. | συνθλιβόμαστε | συνθλιβόμαστε συνθλιβόμασταν |
θα συνθλιβόμαστε | να συνθλιβόμαστε | ||
β' πληθ. | συνθλίβεστε | συνθλιβόσαστε συνθλιβόσασταν |
θα συνθλίβεστε | να συνθλίβεστε | (συνθλίβεστε) | |
γ' πληθ. | συνθλίβονται | συνθλίβονταν συνθλιβόντουσαν |
θα συνθλίβονται | να συνθλίβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνθλίφτηκα | θα συνθλιφτώ | να συνθλιφτώ | συνθλιφτεί | ||
β' ενικ. | συνθλίφτηκες | θα συνθλιφτείς | να συνθλιφτείς | συνθλίψου | ||
γ' ενικ. | συνθλίφτηκε | θα συνθλιφτεί | να συνθλιφτεί | |||
α' πληθ. | συνθλιφτήκαμε | θα συνθλιφτούμε | να συνθλιφτούμε | |||
β' πληθ. | συνθλιφτήκατε | θα συνθλιφτείτε | να συνθλιφτείτε | συνθλιφτείτε | ||
γ' πληθ. | συνθλίφτηκαν συνθλιφτήκαν(ε) |
θα συνθλιφτούν(ε) | να συνθλιφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνθλιφτεί | είχα συνθλιφτεί | θα έχω συνθλιφτεί | να έχω συνθλιφτεί | συνθλιμμένος | |
β' ενικ. | έχεις συνθλιφτεί | είχες συνθλιφτεί | θα έχεις συνθλιφτεί | να έχεις συνθλιφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνθλιφτεί | είχε συνθλιφτεί | θα έχει συνθλιφτεί | να έχει συνθλιφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνθλιφτεί | είχαμε συνθλιφτεί | θα έχουμε συνθλιφτεί | να έχουμε συνθλιφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνθλιφτεί | είχατε συνθλιφτεί | θα έχετε συνθλιφτεί | να έχετε συνθλιφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνθλιφτεί | είχαν συνθλιφτεί | θα έχουν συνθλιφτεί | να έχουν συνθλιφτεί |
Σημείωση: Χρησιμοποιούνται επίσης οι λόγιοι τύποι του αορίστου συνεθλίβην (συνεθλίβης, συνεθλίβη, συνεθλίβημεν, συνεθλίβητε, συνεθλίβησαν), οι υπόλοιποι συνοπτικοί τύποι με το θέμα συνθλιβ, όπως το απαρέμφατο συνθλιβεί, και η μετοχή συντεθλιμμένος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνθλίβομαι
|