Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνεσφιγμένο μέτωπο τα συνεσφιγμένα μέτωπα
      γενική του συνεσφιγμένου μετώπου των συνεσφιγμένων μετώπων
    αιτιατική το συνεσφιγμένο μέτωπο τα συνεσφιγμένα μέτωπα
     κλητική συνεσφιγμένο μέτωπο συνεσφιγμένα μέτωπα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεσφιγμένο μέτωπο < → δείτε τις λέξεις συνεσφιγμένος και μέτωπο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ne.sfiɣˈme.no ˈme.to.po/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

συνεσφιγμένο μέτωπο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Συνεσφιγμένο μέτωπο, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών