Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμπλοκοποιητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συμπλοκοποιητ
ής
οι
συμπλοκοποιητ
ές
γενική
του
συμπλοκοποιητ
ή
των
συμπλοκοποιητ
ών
αιτιατική
τον
συμπλοκοποιητ
ή
τους
συμπλοκοποιητ
ές
κλητική
συμπλοκοποιητ
ή
συμπλοκοποιητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμπλοκοποιητής
<
σύμπλοκ(ο)
+
-ο-
+
-ποιητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ο
συμπλοκοποιητής
(en)
αρσενικό
(
χημεία
) υλικό το οποίο καταλύει / επιταχύνει ή προκαλεί αντιδράσεις σχηματισμού
συμπλόκων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
complexant
(en)
,
complexant agent
(en)