Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συθέμελος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συθέμελ
ος
η
συθέμελ
η
το
συθέμελ
ο
γενική
του
συθέμελ
ου
της
συθέμελ
ης
του
συθέμελ
ου
αιτιατική
τον
συθέμελ
ο
τη
συθέμελ
η
το
συθέμελ
ο
κλητική
συθέμελ
ε
συθέμελ
η
συθέμελ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συθέμελ
οι
οι
συθέμελ
ες
τα
συθέμελ
α
γενική
των
συθέμελ
ων
των
συθέμελ
ων
των
συθέμελ
ων
αιτιατική
τους
συθέμελ
ους
τις
συθέμελ
ες
τα
συθέμελ
α
κλητική
συθέμελ
οι
συθέμελ
ες
συθέμελ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συθέμελος
< από το πρόθημα
συ-
(
συν-
) και το ουσιαστικό
θεμέλιο
Επίθετο
επεξεργασία
συθέμελος, -η, -ο
από και με τα
θεμέλια
, μαζί με ή από τη
βάση
, ολόκληρος
Το σπίτι σείστηκε
συθέμελο
Συγγενικά
επεξεργασία
συθέμελα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συθέμελος