Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συθέμελος η συθέμελη το συθέμελο
      γενική του συθέμελου της συθέμελης του συθέμελου
    αιτιατική τον συθέμελο τη συθέμελη το συθέμελο
     κλητική συθέμελε συθέμελη συθέμελο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συθέμελοι οι συθέμελες τα συθέμελα
      γενική των συθέμελων των συθέμελων των συθέμελων
    αιτιατική τους συθέμελους τις συθέμελες τα συθέμελα
     κλητική συθέμελοι συθέμελες συθέμελα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συθέμελος < από το πρόθημα συ- (συν-) και το ουσιαστικό θεμέλιο

  Επίθετο επεξεργασία

συθέμελος, -η, -ο

  • από και με τα θεμέλια, μαζί με ή από τη βάση, ολόκληρος
    Το σπίτι σείστηκε συθέμελο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία