συγκατάταξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκατάταξη | οι | συγκατατάξεις |
γενική | της | συγκατάταξης* | των | συγκατατάξεων |
αιτιατική | τη | συγκατάταξη | τις | συγκατατάξεις |
κλητική | συγκατάταξη | συγκατατάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκατατάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκατάταξη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκατάταξη
|