Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκαλογνώμως < συγ- + καλόγνωμ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

συγκαλογνώμως[1]

  • άλλη μορφή του καλόγνωμα, με καλογνωμία / καλογνωμοσύνη
    ※ Το χρήμα του ήθελε βέβαια να το εισπράξει κι η κατάσταση ήταν τόσο θολή, ερωτούσε τον πεθερό του αν δεν ήθελε να κάμουν μια γενική ξεκαθάριση, πουλώντας όλα τα χτήματα που είχαν καταντήσει ανυπόφερτα, θα εκοίταζε αυτός να βρει τους αγοραστές, που θα καλοπλήρωναν, αλλά καλό ήταν να μιλούσε με το γαμπρό του κι ο ίδιος ο αφέντης, θα ’βρισκαν τρόπο να συμβιβάσουν συγκαλογνώμως τα πάντα, σα συγγενείς που ήταν. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Σκλάβοι στα δεσμά τους, 1922)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συγκαλογνώμως - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)