Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκαίω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συγκαίω

  Ρήμα επεξεργασία

συγκαίω

  1. προκαλώ σύγκαμα, ερεθισμό του δέρματος
  2. (στην παθητική φωνή, αποθετικό ρήμα) παθαίνω σύγκαμα

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκαίω < σύν + καίω

  Ρήμα επεξεργασία

συγκαίω

  1. κατακαίω, ανάβω πυρκαγιά
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Τίμαιος, 22c @scaife.perseus
    τὸ γὰρ οὖν καὶ παρʼ ὑμῖν λεγόμενον, ὥς ποτε Φαέθων Ἡλίου παῖς τὸ τοῦ πατρὸς ἅρμα ζεύξας διὰ τὸ μὴ δυνατὸς εἶναι κατὰ τὴν τοῦ πατρὸς ὁδὸν ἐλαύνειν τά τʼ ἐπὶ γῆς συνέκαυσεν καὶ αὐτὸς κεραυνωθεὶς διεφθάρη, τοῦτο μύθου μὲν σχῆμα ἔχον λέγεται,
  2. υπερθερμαίνω, φλογίζω
  3. (αμετάβατο) υπόκειμαι σε φλόγωση
  4. (στην παθητική φωνή) κατακαίομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία