στριγγοπούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στριγγοπούλι | τα | στριγγοπούλια |
γενική | του | στριγγοπουλιού | των | στριγγοπουλιών |
αιτιατική | το | στριγγοπούλι | τα | στριγγοπούλια |
κλητική | στριγγοπούλι | στριγγοπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστριγγοπούλι ουδέτερο
- (πτηνό) ο χουχουριστής