στραγαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στραγαλιά | οι | στραγαλιές |
γενική | της | στραγαλιάς | των | στραγαλιών |
αιτιατική | τη | στραγαλιά | τις | στραγαλιές |
κλητική | στραγαλιά | στραγαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στραγαλιά < αστραγαλιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστραγαλιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία στραγαλιά
|