στραβοκεφαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στραβοκεφαλιά | οι | στραβοκεφαλιές |
γενική | της | στραβοκεφαλιάς | των | στραβοκεφαλιών |
αιτιατική | τη | στραβοκεφαλιά | τις | στραβοκεφαλιές |
κλητική | στραβοκεφαλιά | στραβοκεφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στραβοκεφαλιά < στραβοκέφαλος + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστραβοκεφαλιά θηλυκό
- (οικείο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του στραβοκέφαλου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στραβοκεφαλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στραβοκεφαλιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)