Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοχοποίηση οι στοχοποιήσεις
      γενική της στοχοποίησης* των στοχοποιήσεων
    αιτιατική τη στοχοποίηση τις στοχοποιήσεις
     κλητική στοχοποίηση στοχοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοχοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοχοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στοχοποίηση θηλυκό

  • η συστηματική εκτόξευση κατηγοριών εναντίον ενός ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπου, η μετατροπή του σε στόχο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία