στοματοπάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στοματοπάθεια < στόμα, στόματ(ος) + -ο- + -πάθεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
στοματοπάθεια θηλυκό
- (παρωχημένο, ιατρική) πάθηση σχετική με το στόμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
στοματοπάθεια
|