Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στοκαδόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
στοκαδόρ
ος
οι
στοκαδόρ
οι
γενική
του
στοκαδόρ
ου
των
στοκαδόρ
ων
αιτιατική
τον
στοκαδόρ
ο
τους
στοκαδόρ
ους
κλητική
στοκαδόρ
ε
στοκαδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στοκαδόρος
<
στοκάρω
<
στόκος
+
-αδόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στοκαδόρος
αρσενικό
,
πληθυντικός
στοκαδόροι
(
επάγγελμα
)
τεχνίτης
που γνωρίζει να στοκάρει επιφάνειες
εργαλείο
στοκαρίσματος επιφανειών
Συνώνυμα
επεξεργασία
στοκατζής
στοκαριτζής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στοκαδόρος