στηρίζομε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stiˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στη‐ρί‐ζο‐με
- ομόηχο: στηρίζομαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στηρίζομε
- λόγιος τύπος του στηρίζουμε, πρώτο πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος στηρίζω