↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στειρολόγημα τα στειρολογήματα
      γενική του στειρολογήματος των στειρολογημάτων
    αιτιατική το στειρολόγημα τα στειρολογήματα
     κλητική στειρολόγημα στειρολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στειρολόγημα < στειρολογ(ώ) + -ημα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στειρολόγημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία